- ακροβολισμένος
- η , ο воен, рассыпной, рассыпанный (о строе, цепи)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ακροβολίζομαι — ακροβολίζομαι, ακροβολίστηκα, ακροβολισμένος βλ. πίν. 34 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής